Jump to content

αεροφωτογράφηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αεροφωτογράφηση (aerofotográfisif (plural αεροφωτογραφήσεις)

  1. Alternative form of αεροφωτογράφιση (aerofotográfisi)

Declension

[edit]
Declension of αεροφωτογράφηση
singular plural
nominative αεροφωτογράφηση (aerofotográfisi) αεροφωτογραφήσεις (aerofotografíseis)
genitive αεροφωτογράφησης (aerofotográfisis) αεροφωτογραφήσεων (aerofotografíseon)
accusative αεροφωτογράφηση (aerofotográfisi) αεροφωτογραφήσεις (aerofotografíseis)
vocative αεροφωτογράφηση (aerofotográfisi) αεροφωτογραφήσεις (aerofotografíseis)

Older or formal genitive singular: αεροφωτογραφήσεως (aerofotografíseos)