αεροπορική εταιρεία

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αεροπορική εταιρεία (aeroporikí etaireíaf (plural αεροπορικές εταιρείες)

  1. (aviation) airline, airline company

Declension

[edit]
see: αεροπορικός (aeroporikós) and εταιρεία (etaireía)
[edit]