αεροπορική επίθεση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αεροπορική επίθεση • (aeroporikí epíthesi) f (plural αεροπορικές επιθέσεις)
- (military) air strike
- Ο ουκρανικός στρατός ανακοίνωσε ότι η Πολεμική Αεροπορία της χώρας αποκρούει αεροπορική επίθεση των εισβολέων.
- O oukranikós stratós anakoínose óti i Polemikí Aeroporía tis chóras apokroúei aeroporikí epíthesi ton eisvoléon.
- The Ukrainian army announced that the country's Air Force was repelling air strikes by the invaders.