Jump to content

αεροπορική επίθεση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αεροπορική επίθεση (aeroporikí epíthesif (plural αεροπορικές επιθέσεις)

  1. (military) air strike
    Ο ουκρανικός στρατός ανακοίνωσε ότι η Πολεμική Αεροπορία της χώρας αποκρούει αεροπορική επίθεση των εισβολέων.
    O oukranikós stratós anakoínose óti i Polemikí Aeroporía tis chóras apokroúei aeroporikí epíthesi ton eisvoléon.
    The Ukrainian army announced that the country's Air Force was repelling air strikes by the invaders.