Jump to content

αερολογία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αερολογία (aerologíaf (plural αερολογίες)

  1. aerology
  2. (more often in the plural) hot air, drivel, baloney

Declension

[edit]
Declension of αερολογία
singular plural
nominative αερολογία (aerología) αερολογίες (aerologíes)
genitive αερολογίας (aerologías) αερολογιών (aerologión)
accusative αερολογία (aerología) αερολογίες (aerologíes)
vocative αερολογία (aerología) αερολογίες (aerologíes)

Synonyms

[edit]
[edit]