αερολέσχη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αερολέσχη • (aeroléschi) f (plural αερολέσχες)
Declension
[edit]Declension of αερολέσχη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αερολέσχη • | αερολέσχες • |
genitive | αερολέσχης • | αερολεσχών • |
accusative | αερολέσχη • | αερολέσχες • |
vocative | αερολέσχη • | αερολέσχες • |
Related terms
[edit]- λέσχη f (léschi, “club”)