Jump to content

αερολέσχη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αερολέσχη (aeroléschif (plural αερολέσχες)

  1. flying club, aeroclub

Declension

[edit]
Declension of αερολέσχη
singular plural
nominative αερολέσχη (aeroléschi) αερολέσχες (aerolésches)
genitive αερολέσχης (aeroléschis) αερολεσχών (aeroleschón)
accusative αερολέσχη (aeroléschi) αερολέσχες (aerolésches)
vocative αερολέσχη (aeroléschi) αερολέσχες (aerolésches)
[edit]