αεροκίνητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αεροκίνητος • (aerokínitos) m (feminine αεροκίνητη, neuter αεροκίνητο)
Declension
[edit]Declension of αεροκίνητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αεροκίνητος • | αεροκίνητη • | αεροκίνητο • | αεροκίνητοι • | αεροκίνητες • | αεροκίνητα • |
genitive | αεροκίνητου • | αεροκίνητης • | αεροκίνητου • | αεροκίνητων • | αεροκίνητων • | αεροκίνητων • |
accusative | αεροκίνητο • | αεροκίνητη • | αεροκίνητο • | αεροκίνητους • | αεροκίνητες • | αεροκίνητα • |
vocative | αεροκίνητε • | αεροκίνητη • | αεροκίνητο • | αεροκίνητοι • | αεροκίνητες • | αεροκίνητα • |
Related terms
[edit]- κινητός (kinitós, “mobile, movable”)
- and see: κινώ (kinó, “to move”)