Jump to content

αεροκίνητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αεροκίνητος (aerokínitosm (feminine αεροκίνητη, neuter αεροκίνητο)

  1. airborne, air driven

Declension

[edit]
Declension of αεροκίνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αεροκίνητος (aerokínitos) αεροκίνητη (aerokíniti) αεροκίνητο (aerokínito) αεροκίνητοι (aerokínitoi) αεροκίνητες (aerokínites) αεροκίνητα (aerokínita)
genitive αεροκίνητου (aerokínitou) αεροκίνητης (aerokínitis) αεροκίνητου (aerokínitou) αεροκίνητων (aerokíniton) αεροκίνητων (aerokíniton) αεροκίνητων (aerokíniton)
accusative αεροκίνητο (aerokínito) αεροκίνητη (aerokíniti) αεροκίνητο (aerokínito) αεροκίνητους (aerokínitous) αεροκίνητες (aerokínites) αεροκίνητα (aerokínita)
vocative αεροκίνητε (aerokínite) αεροκίνητη (aerokíniti) αεροκίνητο (aerokínito) αεροκίνητοι (aerokínitoi) αεροκίνητες (aerokínites) αεροκίνητα (aerokínita)
[edit]
  • and see: κινώ (kinó, to move)