Jump to content

αεροθεραπεία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αεροθεραπεία (aerotherapeíaf (plural αεροθεραπείες)

  1. (medicine) open-air treatment

Declension

[edit]
Declension of αεροθεραπεία
singular plural
nominative αεροθεραπεία (aerotherapeía) αεροθεραπείες (aerotherapeíes)
genitive αεροθεραπείας (aerotherapeías) αεροθεραπειών (aerotherapeión)
accusative αεροθεραπεία (aerotherapeía) αεροθεραπείες (aerotherapeíes)
vocative αεροθεραπεία (aerotherapeía) αεροθεραπείες (aerotherapeíes)