αεροθεραπεία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αεροθεραπεία • (aerotherapeía) f (plural αεροθεραπείες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αεροθεραπεία (aerotherapeía) | αεροθεραπείες (aerotherapeíes) |
genitive | αεροθεραπείας (aerotherapeías) | αεροθεραπειών (aerotherapeión) |
accusative | αεροθεραπεία (aerotherapeía) | αεροθεραπείες (aerotherapeíes) |
vocative | αεροθεραπεία (aerotherapeía) | αεροθεραπείες (aerotherapeíes) |