Jump to content

αεροδίνητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αεροδίνητος (aerodínitosm (feminine αεροδίνητη, neuter αεροδίνητο)

  1. swirling (air)

Declension

[edit]
Declension of αεροδίνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αεροδίνητος (aerodínitos) αεροδίνητη (aerodíniti) αεροδίνητο (aerodínito) αεροδίνητοι (aerodínitoi) αεροδίνητες (aerodínites) αεροδίνητα (aerodínita)
genitive αεροδίνητου (aerodínitou) αεροδίνητης (aerodínitis) αεροδίνητου (aerodínitou) αεροδίνητων (aerodíniton) αεροδίνητων (aerodíniton) αεροδίνητων (aerodíniton)
accusative αεροδίνητο (aerodínito) αεροδίνητη (aerodíniti) αεροδίνητο (aerodínito) αεροδίνητους (aerodínitous) αεροδίνητες (aerodínites) αεροδίνητα (aerodínita)
vocative αεροδίνητε (aerodínite) αεροδίνητη (aerodíniti) αεροδίνητο (aerodínito) αεροδίνητοι (aerodínitoi) αεροδίνητες (aerodínites) αεροδίνητα (aerodínita)
[edit]