αερογέφυρα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αερογέφυρα • (aerogéfyra) f (plural αερογέφυρες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αερογέφυρα (aerogéfyra) | αερογέφυρες (aerogéfyres) |
genitive | αερογέφυρας (aerogéfyras) | αερογεφυρών (aerogefyrón) |
accusative | αερογέφυρα (aerogéfyra) | αερογέφυρες (aerogéfyres) |
vocative | αερογέφυρα (aerogéfyra) | αερογέφυρες (aerogéfyres) |
Related terms
[edit]- αερομεταφορά f (aerometaforá, “air transport”)
- αερογεφύρωμα n (aerogefýroma, “airhead”)
- and see: αερο- (aero-)