Jump to content

αερογέφυρα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αερογέφυρα (aerogéfyraf (plural αερογέφυρες)

  1. airlift
    η αερογέφυρα του Βερολίνουi aerogéfyra tou Verolínouthe Berlin Airlift
  2. viaduct

Declension

[edit]
Declension of αερογέφυρα
singular plural
nominative αερογέφυρα (aerogéfyra) αερογέφυρες (aerogéfyres)
genitive αερογέφυρας (aerogéfyras) αερογεφυρών (aerogefyrón)
accusative αερογέφυρα (aerogéfyra) αερογέφυρες (aerogéfyres)
vocative αερογέφυρα (aerogéfyra) αερογέφυρες (aerogéfyres)
[edit]