Jump to content

αεροβάμων

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αεροβάμων (aerovámonm (feminine αεροβάμων, neuter αεροβάμον)

  1. (figuratively) fantasizing, daydreaming

Declension

[edit]
Declension of αεροβάμων
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αεροβάμων (aerovámon) αεροβάμων (aerovámon) αεροβάμον (aerovámon) αεροβάμονες (aerovámones) αεροβάμονες (aerovámones) αεροβάμονα (aerovámona)
genitive αεροβάμονος (aerovámonos) αεροβάμονος (aerovámonos) αεροβάμονος (aerovámonos) αεροβαμόνων (aerovamónon) αεροβαμόνων (aerovamónon) αεροβαμόνων (aerovamónon)
accusative αεροβάμονα (aerovámona) αεροβάμονα (aerovámona) αεροβάμον (aerovámon) αεροβάμονες (aerovámones) αεροβάμονες (aerovámones) αεροβάμονα (aerovámona)
vocative αεροβάμων (aerovámon)
αεροβάμονα (aerovámona)
αεροβάμων (aerovámon) αεροβάμον (aerovámon) αεροβάμονες (aerovámones) αεροβάμονες (aerovámones) αεροβάμονα (aerovámona)
[edit]