Jump to content

αεριτζίδικος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αεριτζίδικος (aeritzídikosm (feminine αεριτζίδικη, neuter αεριτζίδικο)

  1. spivish, crooked

Declension

[edit]
Declension of αεριτζίδικος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αεριτζίδικος (aeritzídikos) αεριτζίδικη (aeritzídiki) αεριτζίδικο (aeritzídiko) αεριτζίδικοι (aeritzídikoi) αεριτζίδικες (aeritzídikes) αεριτζίδικα (aeritzídika)
genitive αεριτζίδικου (aeritzídikou) αεριτζίδικης (aeritzídikis) αεριτζίδικου (aeritzídikou) αεριτζίδικων (aeritzídikon) αεριτζίδικων (aeritzídikon) αεριτζίδικων (aeritzídikon)
accusative αεριτζίδικο (aeritzídiko) αεριτζίδικη (aeritzídiki) αεριτζίδικο (aeritzídiko) αεριτζίδικους (aeritzídikous) αεριτζίδικες (aeritzídikes) αεριτζίδικα (aeritzídika)
vocative αεριτζίδικε (aeritzídike) αεριτζίδικη (aeritzídiki) αεριτζίδικο (aeritzídiko) αεριτζίδικοι (aeritzídikoi) αεριτζίδικες (aeritzídikes) αεριτζίδικα (aeritzídika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αεριτζίδικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αεριτζίδικος, etc.)

[edit]