αεριτζίδικος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αεριτζίδικος • (aeritzídikos) m (feminine αεριτζίδικη, neuter αεριτζίδικο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αεριτζίδικος (aeritzídikos) | αεριτζίδικη (aeritzídiki) | αεριτζίδικο (aeritzídiko) | αεριτζίδικοι (aeritzídikoi) | αεριτζίδικες (aeritzídikes) | αεριτζίδικα (aeritzídika) | |
genitive | αεριτζίδικου (aeritzídikou) | αεριτζίδικης (aeritzídikis) | αεριτζίδικου (aeritzídikou) | αεριτζίδικων (aeritzídikon) | αεριτζίδικων (aeritzídikon) | αεριτζίδικων (aeritzídikon) | |
accusative | αεριτζίδικο (aeritzídiko) | αεριτζίδικη (aeritzídiki) | αεριτζίδικο (aeritzídiko) | αεριτζίδικους (aeritzídikous) | αεριτζίδικες (aeritzídikes) | αεριτζίδικα (aeritzídika) | |
vocative | αεριτζίδικε (aeritzídike) | αεριτζίδικη (aeritzídiki) | αεριτζίδικο (aeritzídiko) | αεριτζίδικοι (aeritzídikoi) | αεριτζίδικες (aeritzídikes) | αεριτζίδικα (aeritzídika) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αεριτζίδικος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αεριτζίδικος, etc.)
Related terms
[edit]- αεριτζής m (aeritzís, “spiv”)