Jump to content

αειφόρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αει- (aei-, ever) +‎ -φόρος (-fóros, bearer)

Adjective

[edit]

αειφόρος (aeifórosm (feminine αειφόρα or αειφόρος, neuter αειφόρο)

  1. sustainable
    αειφόρος ανάπτυξηaeifóros anáptyxisustainable development

Declension

[edit]
Declension of αειφόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αειφόρος (aeifóros) αειφόρος (aeifóros)
αειφόρα (aeifóra)
αειφόρο (aeifóro) αειφόροι (aeifóroi) αειφόροι (aeifóroi)
αειφόρες (aeifóres)
αειφόρα (aeifóra)
genitive αειφόρου (aeifórou) αειφόρου (aeifórou)
αειφόρας (aeifóras)
αειφόρου (aeifórou) αειφόρων (aeifóron) αειφόρων (aeifóron) αειφόρων (aeifóron)
accusative αειφόρο (aeifóro) αειφόρο (aeifóro)
αειφόρα (aeifóra)
αειφόρο (aeifóro) αειφόρους (aeifórous) αειφόρους (aeifórous)
αειφόρες (aeifóres)
αειφόρα (aeifóra)
vocative αειφόρε (aeifóre) αειφόρε (aeifóre)
αειφόρα (aeifóra)
αειφόρο (aeifóro) αειφόροι (aeifóroi) αειφόροι (aeifóroi)
αειφόρες (aeifóres)
αειφόρα (aeifóra)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αειφόρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αειφόρος, etc.)

See also

[edit]