αεικίνητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αει- (aei-, “ever”) + κινητός (kinitós, “moving”)
Adjective
[edit]αεικίνητος • (aeikínitos) m (feminine αεικίνητη, neuter αεικίνητο)
Declension
[edit]Declension of αεικίνητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αεικίνητος • | αεικίνητη • | αεικίνητο • | αεικίνητοι • | αεικίνητες • | αεικίνητα • |
genitive | αεικίνητου • | αεικίνητης • | αεικίνητου • | αεικίνητων • | αεικίνητων • | αεικίνητων • |
accusative | αεικίνητο • | αεικίνητη • | αεικίνητο • | αεικίνητους • | αεικίνητες • | αεικίνητα • |
vocative | αεικίνητε • | αεικίνητη • | αεικίνητο • | αεικίνητοι • | αεικίνητες • | αεικίνητα • |
Related terms
[edit]- αεικίνητο n (aeikínito, “perpetual motion”)