αειθαλής
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀειθαλής
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀειθαλής (aeithalḗs). By surface analysis, αει- (aei-, “ever”) + θάλλω (thállo, “bloom, thrive”).
Adjective
[edit]αειθαλής • (aeithalís) m (feminine αειθαλής, neuter αειθαλές)
- (botany) evergreen (of plant which keeps its leaves)
- (figuratively) fresh, lively and young looking (of old person)
Declension
[edit]Declension of αειθαλής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αειθαλής • | αειθαλής • | αειθαλές • | αειθαλείς • | αειθαλείς • | αειθαλή • |
genitive | αειθαλούς • / αειθαλή • | αειθαλούς • | αειθαλούς • | αειθαλών • | αειθαλών • | αειθαλών • |
accusative | αειθαλή • | αειθαλή • | αειθαλές • | αειθαλείς • | αειθαλείς • | αειθαλή • |
vocative | αειθαλή • / αειθαλής • | αειθαλής • | αειθαλές • | αειθαλείς • | αειθαλείς • | αειθαλή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αειθαλής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αειθαλής, etc.) |
Antonyms
[edit]- φυλλοβόλος (fyllovólos, “deciduous”)
Further reading
[edit]- αειθαλής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language