αδυνατιστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αδυνατιστικός • (adynatistikós) m (feminine αδυνατιστική, neuter αδυνατιστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδυνατιστικός (adynatistikós) | αδυνατιστική (adynatistikí) | αδυνατιστικό (adynatistikó) | αδυνατιστικοί (adynatistikoí) | αδυνατιστικές (adynatistikés) | αδυνατιστικά (adynatistiká) | |
genitive | αδυνατιστικού (adynatistikoú) | αδυνατιστικής (adynatistikís) | αδυνατιστικού (adynatistikoú) | αδυνατιστικών (adynatistikón) | αδυνατιστικών (adynatistikón) | αδυνατιστικών (adynatistikón) | |
accusative | αδυνατιστικό (adynatistikó) | αδυνατιστική (adynatistikí) | αδυνατιστικό (adynatistikó) | αδυνατιστικούς (adynatistikoús) | αδυνατιστικές (adynatistikés) | αδυνατιστικά (adynatistiká) | |
vocative | αδυνατιστικέ (adynatistiké) | αδυνατιστική (adynatistikí) | αδυνατιστικό (adynatistikó) | αδυνατιστικοί (adynatistikoí) | αδυνατιστικές (adynatistikés) | αδυνατιστικά (adynatistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδυνατιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδυνατιστικός, etc.)
Related terms
[edit]- see: αδυνάτισμα n (adynátisma, “slimming, weight loss”)