Jump to content

αδυνατιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδυνατιστικός (adynatistikósm (feminine αδυνατιστική, neuter αδυνατιστικό)

  1. slimming, causing weight loss

Declension

[edit]
Declension of αδυνατιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδυνατιστικός (adynatistikós) αδυνατιστική (adynatistikí) αδυνατιστικό (adynatistikó) αδυνατιστικοί (adynatistikoí) αδυνατιστικές (adynatistikés) αδυνατιστικά (adynatistiká)
genitive αδυνατιστικού (adynatistikoú) αδυνατιστικής (adynatistikís) αδυνατιστικού (adynatistikoú) αδυνατιστικών (adynatistikón) αδυνατιστικών (adynatistikón) αδυνατιστικών (adynatistikón)
accusative αδυνατιστικό (adynatistikó) αδυνατιστική (adynatistikí) αδυνατιστικό (adynatistikó) αδυνατιστικούς (adynatistikoús) αδυνατιστικές (adynatistikés) αδυνατιστικά (adynatistiká)
vocative αδυνατιστικέ (adynatistiké) αδυνατιστική (adynatistikí) αδυνατιστικό (adynatistikó) αδυνατιστικοί (adynatistikoí) αδυνατιστικές (adynatistikés) αδυνατιστικά (adynatistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδυνατιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδυνατιστικός, etc.)

[edit]