αδρομερής
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αδρομερής • (adromerís) m (feminine αδρομερής, neuter αδρομερές)
- generalised, summarised (UK); generalized, summarized (US)
- rough, undetailed
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδρομερής (adromerís) | αδρομερής (adromerís) | αδρομερές (adromerés) | αδρομερείς (adromereís) | αδρομερείς (adromereís) | αδρομερή (adromerí) | |
genitive | αδρομερούς (adromeroús) αδρομερή (adromerí) |
αδρομερούς (adromeroús) | αδρομερούς (adromeroús) | αδρομερών (adromerón) | αδρομερών (adromerón) | αδρομερών (adromerón) | |
accusative | αδρομερή (adromerí) | αδρομερή (adromerí) | αδρομερές (adromerés) | αδρομερείς (adromereís) | αδρομερείς (adromereís) | αδρομερή (adromerí) | |
vocative | αδρομερή (adromerí) αδρομερής (adromerís) |
αδρομερής (adromerís) | αδρομερές (adromerés) | αδρομερείς (adromereís) | αδρομερείς (adromereís) | αδρομερή (adromerí) |
Synonyms
[edit]- αδρομέρεια f (adroméreia, “outline”)