Jump to content

αδρομερής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδρομερής (adromerísm (feminine αδρομερής, neuter αδρομερές)

  1. generalised, summarised (UK); generalized, summarized (US)
  2. rough, undetailed

Declension

[edit]
Declension of αδρομερής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδρομερής (adromerís) αδρομερής (adromerís) αδρομερές (adromerés) αδρομερείς (adromereís) αδρομερείς (adromereís) αδρομερή (adromerí)
genitive αδρομερούς (adromeroús)
αδρομερή (adromerí)
αδρομερούς (adromeroús) αδρομερούς (adromeroús) αδρομερών (adromerón) αδρομερών (adromerón) αδρομερών (adromerón)
accusative αδρομερή (adromerí) αδρομερή (adromerí) αδρομερές (adromerés) αδρομερείς (adromereís) αδρομερείς (adromereís) αδρομερή (adromerí)
vocative αδρομερή (adromerí)
αδρομερής (adromerís)
αδρομερής (adromerís) αδρομερές (adromerés) αδρομερείς (adromereís) αδρομερείς (adromereís) αδρομερή (adromerí)

Synonyms

[edit]