Jump to content

αδούλευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδούλευτος (adoúleftosm (feminine αδούλευτη, neuter αδούλευτο)

  1. unpracticed, unworked, uncultivated, raw, rough
    Είναι αδούλευτο, θα χρειαστεί πολλή δουλειά.
    Eínai adoúlefto, tha chreiasteí pollí douleiá.
    It is rough, it will need a lot of work.

Declension

[edit]
Declension of αδούλευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδούλευτος (adoúleftos) αδούλευτη (adoúlefti) αδούλευτο (adoúlefto) αδούλευτοι (adoúleftoi) αδούλευτες (adoúleftes) αδούλευτα (adoúlefta)
genitive αδούλευτου (adoúleftou) αδούλευτης (adoúleftis) αδούλευτου (adoúleftou) αδούλευτων (adoúlefton) αδούλευτων (adoúlefton) αδούλευτων (adoúlefton)
accusative αδούλευτο (adoúlefto) αδούλευτη (adoúlefti) αδούλευτο (adoúlefto) αδούλευτους (adoúleftous) αδούλευτες (adoúleftes) αδούλευτα (adoúlefta)
vocative αδούλευτε (adoúlefte) αδούλευτη (adoúlefti) αδούλευτο (adoúlefto) αδούλευτοι (adoúleftoi) αδούλευτες (adoúleftes) αδούλευτα (adoúlefta)
[edit]