Jump to content

αδιαχώρητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιαχώρητος (adiachóritosm (feminine αδιαχώρητη, neuter αδιαχώρητο)

  1. (physics) cannot occupy a space with another (property)

Declension

[edit]
Declension of αδιαχώρητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαχώρητος (adiachóritos) αδιαχώρητη (adiachóriti) αδιαχώρητο (adiachórito) αδιαχώρητοι (adiachóritoi) αδιαχώρητες (adiachórites) αδιαχώρητα (adiachórita)
genitive αδιαχώρητου (adiachóritou) αδιαχώρητης (adiachóritis) αδιαχώρητου (adiachóritou) αδιαχώρητων (adiachóriton) αδιαχώρητων (adiachóriton) αδιαχώρητων (adiachóriton)
accusative αδιαχώρητο (adiachórito) αδιαχώρητη (adiachóriti) αδιαχώρητο (adiachórito) αδιαχώρητους (adiachóritous) αδιαχώρητες (adiachórites) αδιαχώρητα (adiachórita)
vocative αδιαχώρητε (adiachórite) αδιαχώρητη (adiachóriti) αδιαχώρητο (adiachórito) αδιαχώρητοι (adiachóritoi) αδιαχώρητες (adiachórites) αδιαχώρητα (adiachórita)