Jump to content

αδιαπραγμάτευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιαπραγμάτευτος (adiapragmáteftosm (feminine αδιαπραγμάτευτη, neuter αδιαπραγμάτευτο)

  1. not negotiable, unnegotiable

Declension

[edit]
Declension of αδιαπραγμάτευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαπραγμάτευτος (adiapragmáteftos) αδιαπραγμάτευτη (adiapragmátefti) αδιαπραγμάτευτο (adiapragmátefto) αδιαπραγμάτευτοι (adiapragmáteftoi) αδιαπραγμάτευτες (adiapragmáteftes) αδιαπραγμάτευτα (adiapragmátefta)
genitive αδιαπραγμάτευτου (adiapragmáteftou) αδιαπραγμάτευτης (adiapragmáteftis) αδιαπραγμάτευτου (adiapragmáteftou) αδιαπραγμάτευτων (adiapragmátefton) αδιαπραγμάτευτων (adiapragmátefton) αδιαπραγμάτευτων (adiapragmátefton)
accusative αδιαπραγμάτευτο (adiapragmátefto) αδιαπραγμάτευτη (adiapragmátefti) αδιαπραγμάτευτο (adiapragmátefto) αδιαπραγμάτευτους (adiapragmáteftous) αδιαπραγμάτευτες (adiapragmáteftes) αδιαπραγμάτευτα (adiapragmátefta)
vocative αδιαπραγμάτευτε (adiapragmátefte) αδιαπραγμάτευτη (adiapragmátefti) αδιαπραγμάτευτο (adiapragmátefto) αδιαπραγμάτευτοι (adiapragmáteftoi) αδιαπραγμάτευτες (adiapragmáteftes) αδιαπραγμάτευτα (adiapragmátefta)
[edit]