αδιανόητος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αδιανόητος • (adianóitos) m (feminine αδιανόητη, neuter αδιανόητο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αδιανόητος (adianóitos) | αδιανόητη (adianóiti) | αδιανόητο (adianóito) | αδιανόητοι (adianóitoi) | αδιανόητες (adianóites) | αδιανόητα (adianóita) | |
genitive | αδιανόητου (adianóitou) | αδιανόητης (adianóitis) | αδιανόητου (adianóitou) | αδιανόητων (adianóiton) | αδιανόητων (adianóiton) | αδιανόητων (adianóiton) | |
accusative | αδιανόητο (adianóito) | αδιανόητη (adianóiti) | αδιανόητο (adianóito) | αδιανόητους (adianóitous) | αδιανόητες (adianóites) | αδιανόητα (adianóita) | |
vocative | αδιανόητε (adianóite) | αδιανόητη (adianóiti) | αδιανόητο (adianóito) | αδιανόητοι (adianóitoi) | αδιανόητες (adianóites) | αδιανόητα (adianóita) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιανόητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιανόητος, etc.)
Related terms
[edit]- adianoeta (“a rhetorical expression”)