Jump to content

αδιανόητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιανόητος (adianóitosm (feminine αδιανόητη, neuter αδιανόητο)

  1. unthinkable, inconceivable

Declension

[edit]
Declension of αδιανόητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιανόητος (adianóitos) αδιανόητη (adianóiti) αδιανόητο (adianóito) αδιανόητοι (adianóitoi) αδιανόητες (adianóites) αδιανόητα (adianóita)
genitive αδιανόητου (adianóitou) αδιανόητης (adianóitis) αδιανόητου (adianóitou) αδιανόητων (adianóiton) αδιανόητων (adianóiton) αδιανόητων (adianóiton)
accusative αδιανόητο (adianóito) αδιανόητη (adianóiti) αδιανόητο (adianóito) αδιανόητους (adianóitous) αδιανόητες (adianóites) αδιανόητα (adianóita)
vocative αδιανόητε (adianóite) αδιανόητη (adianóiti) αδιανόητο (adianóito) αδιανόητοι (adianóitoi) αδιανόητες (adianóites) αδιανόητα (adianóita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιανόητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιανόητος, etc.)

[edit]