Jump to content

αδιαμφισβήτητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιαμφισβήτητος (adiamfisvítitosm (feminine αδιαμφισβήτητη, neuter αδιαμφισβήτητο)

  1. unquestionable, indisputable

Declension

[edit]
Declension of αδιαμφισβήτητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαμφισβήτητος (adiamfisvítitos) αδιαμφισβήτητη (adiamfisvítiti) αδιαμφισβήτητο (adiamfisvítito) αδιαμφισβήτητοι (adiamfisvítitoi) αδιαμφισβήτητες (adiamfisvítites) αδιαμφισβήτητα (adiamfisvítita)
genitive αδιαμφισβήτητου (adiamfisvítitou) αδιαμφισβήτητης (adiamfisvítitis) αδιαμφισβήτητου (adiamfisvítitou) αδιαμφισβήτητων (adiamfisvítiton) αδιαμφισβήτητων (adiamfisvítiton) αδιαμφισβήτητων (adiamfisvítiton)
accusative αδιαμφισβήτητο (adiamfisvítito) αδιαμφισβήτητη (adiamfisvítiti) αδιαμφισβήτητο (adiamfisvítito) αδιαμφισβήτητους (adiamfisvítitous) αδιαμφισβήτητες (adiamfisvítites) αδιαμφισβήτητα (adiamfisvítita)
vocative αδιαμφισβήτητε (adiamfisvítite) αδιαμφισβήτητη (adiamfisvítiti) αδιαμφισβήτητο (adiamfisvítito) αδιαμφισβήτητοι (adiamfisvítitoi) αδιαμφισβήτητες (adiamfisvítites) αδιαμφισβήτητα (adiamfisvítita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιαμφισβήτητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιαμφισβήτητος, etc.)

[edit]