Jump to content

αδιαμαρτύρητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιαμαρτύρητος (adiamartýritosm (feminine αδιαμαρτύρητη, neuter αδιαμαρτύρητο)

  1. without protest, without complaint, unprotested

Declension

[edit]
Declension of αδιαμαρτύρητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιαμαρτύρητος (adiamartýritos) αδιαμαρτύρητη (adiamartýriti) αδιαμαρτύρητο (adiamartýrito) αδιαμαρτύρητοι (adiamartýritoi) αδιαμαρτύρητες (adiamartýrites) αδιαμαρτύρητα (adiamartýrita)
genitive αδιαμαρτύρητου (adiamartýritou) αδιαμαρτύρητης (adiamartýritis) αδιαμαρτύρητου (adiamartýritou) αδιαμαρτύρητων (adiamartýriton) αδιαμαρτύρητων (adiamartýriton) αδιαμαρτύρητων (adiamartýriton)
accusative αδιαμαρτύρητο (adiamartýrito) αδιαμαρτύρητη (adiamartýriti) αδιαμαρτύρητο (adiamartýrito) αδιαμαρτύρητους (adiamartýritous) αδιαμαρτύρητες (adiamartýrites) αδιαμαρτύρητα (adiamartýrita)
vocative αδιαμαρτύρητε (adiamartýrite) αδιαμαρτύρητη (adiamartýriti) αδιαμαρτύρητο (adiamartýrito) αδιαμαρτύρητοι (adiamartýritoi) αδιαμαρτύρητες (adiamartýrites) αδιαμαρτύρητα (adiamartýrita)
[edit]