Jump to content

αδιακανόνιστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιακανόνιστος (adiakanónistosm (feminine αδιακανόνιστη, neuter αδιακανόνιστο)

  1. unpaid, unsettled (debt, bill, account, etc)

Declension

[edit]
Declension of αδιακανόνιστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιακανόνιστος (adiakanónistos) αδιακανόνιστη (adiakanónisti) αδιακανόνιστο (adiakanónisto) αδιακανόνιστοι (adiakanónistoi) αδιακανόνιστες (adiakanónistes) αδιακανόνιστα (adiakanónista)
genitive αδιακανόνιστου (adiakanónistou) αδιακανόνιστης (adiakanónistis) αδιακανόνιστου (adiakanónistou) αδιακανόνιστων (adiakanóniston) αδιακανόνιστων (adiakanóniston) αδιακανόνιστων (adiakanóniston)
accusative αδιακανόνιστο (adiakanónisto) αδιακανόνιστη (adiakanónisti) αδιακανόνιστο (adiakanónisto) αδιακανόνιστους (adiakanónistous) αδιακανόνιστες (adiakanónistes) αδιακανόνιστα (adiakanónista)
vocative αδιακανόνιστε (adiakanóniste) αδιακανόνιστη (adiakanónisti) αδιακανόνιστο (adiakanónisto) αδιακανόνιστοι (adiakanónistoi) αδιακανόνιστες (adiakanónistes) αδιακανόνιστα (adiakanónista)