Jump to content

αδιάπλευστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιάπλευστος (adiáplefstosm (feminine αδιάπλευστη, neuter αδιάπλευστο)

  1. unnavigable

Declension

[edit]
Declension of αδιάπλευστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιάπλευστος (adiáplefstos) αδιάπλευστη (adiáplefsti) αδιάπλευστο (adiáplefsto) αδιάπλευστοι (adiáplefstoi) αδιάπλευστες (adiáplefstes) αδιάπλευστα (adiáplefsta)
genitive αδιάπλευστου (adiáplefstou) αδιάπλευστης (adiáplefstis) αδιάπλευστου (adiáplefstou) αδιάπλευστων (adiáplefston) αδιάπλευστων (adiáplefston) αδιάπλευστων (adiáplefston)
accusative αδιάπλευστο (adiáplefsto) αδιάπλευστη (adiáplefsti) αδιάπλευστο (adiáplefsto) αδιάπλευστους (adiáplefstous) αδιάπλευστες (adiáplefstes) αδιάπλευστα (adiáplefsta)
vocative αδιάπλευστε (adiáplefste) αδιάπλευστη (adiáplefsti) αδιάπλευστο (adiáplefsto) αδιάπλευστοι (adiáplefstoi) αδιάπλευστες (adiáplefstes) αδιάπλευστα (adiáplefsta)