Jump to content

αδιάβροχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιάβροχος (adiávrochosm (feminine αδιάβροχη, neuter αδιάβροχο)

  1. waterproof
    αδιάβροχο μπουφάν (waterproof jacket)
    αδιάβροχο ρολόι (waterproof watch)

Declension

[edit]
Declension of αδιάβροχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιάβροχος (adiávrochos) αδιάβροχη (adiávrochi) αδιάβροχο (adiávrocho) αδιάβροχοι (adiávrochoi) αδιάβροχες (adiávroches) αδιάβροχα (adiávrocha)
genitive αδιάβροχου (adiávrochou) αδιάβροχης (adiávrochis) αδιάβροχου (adiávrochou) αδιάβροχων (adiávrochon) αδιάβροχων (adiávrochon) αδιάβροχων (adiávrochon)
accusative αδιάβροχο (adiávrocho) αδιάβροχη (adiávrochi) αδιάβροχο (adiávrocho) αδιάβροχους (adiávrochous) αδιάβροχες (adiávroches) αδιάβροχα (adiávrocha)
vocative αδιάβροχε (adiávroche) αδιάβροχη (adiávrochi) αδιάβροχο (adiávrocho) αδιάβροχοι (adiávrochoi) αδιάβροχες (adiávroches) αδιάβροχα (adiávrocha)
[edit]

See also

[edit]