Jump to content

αδιάβαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδιάβαστος (adiávastosm (feminine αδιάβαστη, neuter αδιάβαστο)

  1. unread (book, paper, etc)
  2. unstudied (course, subject, etc)
  3. unreadable, illegible
  4. (figuratively) buried without a priest (not read over)

Declension

[edit]
Declension of αδιάβαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδιάβαστος (adiávastos) αδιάβαστη (adiávasti) αδιάβαστο (adiávasto) αδιάβαστοι (adiávastoi) αδιάβαστες (adiávastes) αδιάβαστα (adiávasta)
genitive αδιάβαστου (adiávastou) αδιάβαστης (adiávastis) αδιάβαστου (adiávastou) αδιάβαστων (adiávaston) αδιάβαστων (adiávaston) αδιάβαστων (adiávaston)
accusative αδιάβαστο (adiávasto) αδιάβαστη (adiávasti) αδιάβαστο (adiávasto) αδιάβαστους (adiávastous) αδιάβαστες (adiávastes) αδιάβαστα (adiávasta)
vocative αδιάβαστε (adiávaste) αδιάβαστη (adiávasti) αδιάβαστο (adiávasto) αδιάβαστοι (adiávastoi) αδιάβαστες (adiávastes) αδιάβαστα (adiávasta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδιάβαστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδιάβαστος, etc.)

Antonyms

[edit]