Jump to content

αδερφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδερφικός (aderfikósm (feminine αδερφική, neuter αδερφικό)

  1. Alternative form of αδελφικός (adelfikós)

Declension

[edit]
Declension of αδερφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδερφικός (aderfikós) αδερφική (aderfikí) αδερφικό (aderfikó) αδερφικοί (aderfikoí) αδερφικές (aderfikés) αδερφικά (aderfiká)
genitive αδερφικού (aderfikoú) αδερφικής (aderfikís) αδερφικού (aderfikoú) αδερφικών (aderfikón) αδερφικών (aderfikón) αδερφικών (aderfikón)
accusative αδερφικό (aderfikó) αδερφική (aderfikí) αδερφικό (aderfikó) αδερφικούς (aderfikoús) αδερφικές (aderfikés) αδερφικά (aderfiká)
vocative αδερφικέ (aderfiké) αδερφική (aderfikí) αδερφικό (aderfikó) αδερφικοί (aderfikoí) αδερφικές (aderfikés) αδερφικά (aderfiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αδερφικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αδερφικός, etc.)