αδελφικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αδερφικότητα f (aderfikótita)
Etymology
[edit]αδελφικός (adelfikós, “fraternal”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1893.
Noun
[edit]αδελφικότητα • (adelfikótita) f (plural αδελφικότητες)
- brotherliness, sisterliness
- fraternity (the relationship)
Declension
[edit]Declension of αδελφικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αδελφικότητα • | αδελφικότητες • |
genitive | αδελφικότητας • | αδελφικοτήτων • |
accusative | αδελφικότητα • | αδελφικότητες • |
vocative | αδελφικότητα • | αδελφικότητες • |
Related terms
[edit]- αδελφότητα f (adelfótita, “fraternity, sorority”) (the organisation)
- and see: αδελφός m (adelfós, “brother”)