Jump to content

αδελέαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδελέαστος (adeléastosm (feminine αδελέαστη, neuter αδελέαστο)

  1. unseduced, not tempted

Declension

[edit]
Declension of αδελέαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδελέαστος (adeléastos) αδελέαστη (adeléasti) αδελέαστο (adeléasto) αδελέαστοι (adeléastoi) αδελέαστες (adeléastes) αδελέαστα (adeléasta)
genitive αδελέαστου (adeléastou) αδελέαστης (adeléastis) αδελέαστου (adeléastou) αδελέαστων (adeléaston) αδελέαστων (adeléaston) αδελέαστων (adeléaston)
accusative αδελέαστο (adeléasto) αδελέαστη (adeléasti) αδελέαστο (adeléasto) αδελέαστους (adeléastous) αδελέαστες (adeléastes) αδελέαστα (adeléasta)
vocative αδελέαστε (adeléaste) αδελέαστη (adeléasti) αδελέαστο (adeléasto) αδελέαστοι (adeléastoi) αδελέαστες (adeléastes) αδελέαστα (adeléasta)