Jump to content

αδειούχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αδειούχος (adeioúchosm (feminine αδειούχος or αδειούχα, neuter αδειούχο)

  1. on leave, on furlough
  2. licensed

Declension

[edit]
Declension of αδειούχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αδειούχος (adeioúchos) αδειούχος (adeioúchos)
αδειούχα (adeioúcha)
αδειούχο (adeioúcho) αδειούχοι (adeioúchoi) αδειούχοι (adeioúchoi)
αδειούχες (adeioúches)
αδειούχα (adeioúcha)
genitive αδειούχου (adeioúchou) αδειούχου (adeioúchou)
αδειούχας (adeioúchas)
αδειούχου (adeioúchou) αδειούχων (adeioúchon) αδειούχων (adeioúchon) αδειούχων (adeioúchon)
accusative αδειούχο (adeioúcho) αδειούχο (adeioúcho)
αδειούχα (adeioúcha)
αδειούχο (adeioúcho) αδειούχους (adeioúchous) αδειούχους (adeioúchous)
αδειούχες (adeioúches)
αδειούχα (adeioúcha)
vocative αδειούχε (adeioúche) αδειούχε (adeioúche)
αδειούχα (adeioúcha)
αδειούχο (adeioúcho) αδειούχοι (adeioúchoi) αδειούχοι (adeioúchoi)
αδειούχες (adeioúches)
αδειούχα (adeioúcha)

Derived terms

[edit]
see: άδεια f (ádeia, licence)