αδαμαντίνη
Jump to navigation
Jump to search
See also: αδαμάντινη
Greek
[edit]Noun
[edit]αδαμαντίνη • (adamantíni) f (uncountable)
Declension
[edit] αδαμαντίνη
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αδαμαντίνη • |
genitive | αδαμαντίνης • |
accusative | αδαμαντίνη • |
vocative | αδαμαντίνη • |
Related terms
[edit]- αδαμάντινος (adamántinos, “firm, diamond”)