Jump to content

αγωνιστικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αγωνιστικός (agonistikós, competitive) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness).

Noun

[edit]

αγωνιστικότητα (agonistikótitaf (uncountable)

  1. militancy, aggression

Declension

[edit]
Declension of αγωνιστικότητα
singular plural
nominative αγωνιστικότητα (agonistikótita) αγωνιστικότητες (agonistikótites)
genitive αγωνιστικότητας (agonistikótitas) αγωνιστικοτήτων (agonistikotíton)
accusative αγωνιστικότητα (agonistikótita) αγωνιστικότητες (agonistikótites)
vocative αγωνιστικότητα (agonistikótita) αγωνιστικότητες (agonistikótites)