αγωγιάτισσα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αγωγιάτισσα • (agogiátissa) f (plural αγωγιάτισσες, masculine αγωγιάτης)
Declension
[edit]Declension of αγωγιάτισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγωγιάτισσα • | αγωγιάτισσες • |
genitive | αγωγιάτισσας • | αγωγιατισσών • |
accusative | αγωγιάτισσα • | αγωγιάτισσες • |
vocative | αγωγιάτισσα • | αγωγιάτισσες • |