αγχίνους
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀγχίνους
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγχίνους • (anchínous) m (feminine αγχίνους, neuter αγχίνουν)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αγχίνους • | αγχίνους • | αγχίνουν • | αγχίνοες • | αγχίνοες • | αγχίνοα • | |
genitive | αγχίνου • | αγχίνου • | αγχίνου • | αγχινόων • | αγχινόων • | αγχινόων • | |
accusative | αγχίνου • | αγχίνου • | αγχίνουν • | αγχίνοες • | αγχίνοες • | αγχίνοα • | |
vocative | αγχίνους • | αγχίνους • | αγχίνουν • | αγχίνοες • | αγχίνοες • | αγχίνοα • |
Related terms
[edit]- αγχίνοια (anchínoia, “sagacity, wisdom”)