αγχίνους

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αγχίνους (anchínousm (feminine αγχίνους, neuter αγχίνουν)

  1. wise, sagacious
  2. intelligent
  3. perceptive

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγχίνους  αγχίνους  αγχίνουν  αγχίνοες  αγχίνοες  αγχίνοα 
genitive αγχίνου  αγχίνου  αγχίνου  αγχινόων  αγχινόων  αγχινόων 
accusative αγχίνου  αγχίνου  αγχίνουν  αγχίνοες  αγχίνοες  αγχίνοα 
vocative αγχίνους  αγχίνους  αγχίνουν  αγχίνοες  αγχίνοες  αγχίνοα 
[edit]