Jump to content

αγρεργάτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αγρεργάτης (agrergátism (plural αγρεργάτες, feminine αγρεργάτρια)

  1. (agriculture) farmhand, agricultural worker

Declension

[edit]
Declension of αγρεργάτης
singular plural
nominative αγρεργάτης (agrergátis) αγρεργάτες (agrergátes)
genitive αγρεργάτη (agrergáti) αγρεργατών (agrergatón)
accusative αγρεργάτη (agrergáti) αγρεργάτες (agrergátes)
vocative αγρεργάτη (agrergáti) αγρεργάτες (agrergátes)

Coordinate terms

[edit]