αγρεργάτης
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αγρεργάτης • (agrergátis) m (plural αγρεργάτες, feminine αγρεργάτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγρεργάτης (agrergátis) | αγρεργάτες (agrergátes) |
genitive | αγρεργάτη (agrergáti) | αγρεργατών (agrergatón) |
accusative | αγρεργάτη (agrergáti) | αγρεργάτες (agrergátes) |
vocative | αγρεργάτη (agrergáti) | αγρεργάτες (agrergátes) |
Coordinate terms
[edit]- εργάτης m (ergátis, “labourer”)