Jump to content

αβανγκαρντισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αβανγκάρντ (avangkárnt) +‎ -ισμός (-ismós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.vaŋ.ɡaɾ.diˈzmos/
  • Hyphenation: α‧βαν‧γκαρ‧ντι‧σμός

Noun

[edit]

αβανγκαρντισμός (avangkarntismósm (plural αβανγκαρντισμοί)

  1. (politics) avant-gardism

Declension

[edit]
Declension of αβανγκαρντισμός
singular plural
nominative αβανγκαρντισμός (avangkarntismós) αβανγκαρντισμοί (avangkarntismoí)
genitive αβανγκαρντισμού (avangkarntismoú) αβανγκαρντισμών (avangkarntismón)
accusative αβανγκαρντισμό (avangkarntismó) αβανγκαρντισμούς (avangkarntismoús)
vocative αβανγκαρντισμέ (avangkarntismé) αβανγκαρντισμοί (avangkarntismoí)
[edit]

Further reading

[edit]