αβανγκαρντισμοί
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αβανγκαρντισμοί • (avangkarntismoí) m
- Nominative and vocative plural form of αβανγκαρντισμός (avangkarntismós).
αβανγκαρντισμοί • (avangkarntismoí) m