ίδιος
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἴδιος
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek ἴδιος (ídios).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ίδιος • (ídios) m (feminine ίδια, neuter ίδιο)
- (for emphasis): own
- Την είδα με τα ίδια μου τα μάτια.
- Tin eída me ta ídia mou ta mátia.
- I saw her with my own eyes.
- (number, size, etc): identical
- Έχουν ίδιο μέγεθος.
- Échoun ídio mégethos.
- They are the same size.
- (similarity): same, similar
- Έχουν τα ίδια χρώματα.
- Échoun ta ídia chrómata.
- They are the same colours.
Declension
[edit]Declension of ίδιος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ίδιος • | ίδια • | ίδιο • | ίδιοι • | ίδιες • | ίδια • |
genitive | ίδιου • | ίδιας • | ίδιου • | ίδιων • | ίδιων • | ίδιων • |
accusative | ίδιο • | ίδια • | ίδιο • | ίδιους • | ίδιες • | ίδια • |
vocative | ίδιε • | ίδια • | ίδιο • | ίδιοι • | ίδιες • | ίδια • |
notes | the genitive plural form ιδίων is also found |