Jump to content

ένατος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἔνατος

Greek

[edit]
Greek numbers (edit)
90
 ←  8 9 10  → 
    Cardinal: εννέα (ennéa)
    Ordinal: ένατος (énatos)
    Greek numeral: Θʹ (Thʹ), θʹ (thʹ)

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἔνατος (énatos).

Pronunciation

[edit]

Numeral

[edit]

ένατος (énatosm (feminine ένατη, neuter ένατο)

  1. ninth, 9th

Declension

[edit]
Declension of ένατος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ένατος (énatos) ένατη (énati) ένατο (énato) ένατοι (énatoi) ένατες (énates) ένατα (énata)
genitive ένατου (énatou) ένατης (énatis) ένατου (énatou) ένατων (énaton) ένατων (énaton) ένατων (énaton)
accusative ένατο (énato) ένατη (énati) ένατο (énato) ένατους (énatous) ένατες (énates) ένατα (énata)
vocative ένατε (énate) ένατη (énati) ένατο (énato) ένατοι (énatoi) ένατες (énates) ένατα (énata)
[edit]

See also

[edit]