Jump to content

έμφραγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

έμφραγμα (émfragman (plural εμφράγματα)

  1. (pathology) heart attack, myocardial infarction
  2. (more generally) infarction

Declension

[edit]
Declension of έμφραγμα
singular plural
nominative έμφραγμα (émfragma) εμφράγματα (emfrágmata)
genitive εμφράγματος (emfrágmatos) εμφραγμάτων (emfragmáton)
accusative έμφραγμα (émfragma) εμφράγματα (emfrágmata)
vocative έμφραγμα (émfragma) εμφράγματα (emfrágmata)

Synonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]