Jump to content

έλλειμμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

έλλειμμα (élleimman (plural ελλείμματα)

  1. (finance) deficit

Declension

[edit]
Declension of έλλειμμα
singular plural
nominative έλλειμμα (élleimma) ελλείμματα (elleímmata)
genitive ελλείμματος (elleímmatos) ελλειμμάτων (elleimmáton)
accusative έλλειμμα (élleimma) ελλείμματα (elleímmata)
vocative έλλειμμα (élleimma) ελλείμματα (elleímmata)

Antonyms

[edit]
[edit]