έλλειμμα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]έλλειμμα • (élleimma) n (plural ελλείμματα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έλλειμμα (élleimma) | ελλείμματα (elleímmata) |
genitive | ελλείμματος (elleímmatos) | ελλειμμάτων (elleimmáton) |
accusative | έλλειμμα (élleimma) | ελλείμματα (elleímmata) |
vocative | έλλειμμα (élleimma) | ελλείμματα (elleímmata) |
Antonyms
[edit]- πλεόνασμα n (pleónasma, “surplus”)
Related terms
[edit]- ελλειμματικός (elleimmatikós, “deficient”)