Jump to content

έκτακτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

έκτακτος (éktaktosm (feminine έκτακτη, neuter έκτακτο)

  1. extraordinary, emergency
  2. temporary, emergency
  3. (figuratively) wonderful, marvellous

Declension

[edit]
Declension of έκτακτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έκτακτος (éktaktos) έκτακτη (éktakti) έκτακτο (éktakto) έκτακτοι (éktaktoi) έκτακτες (éktaktes) έκτακτα (éktakta)
genitive έκτακτου (éktaktou) έκτακτης (éktaktis) έκτακτου (éktaktou) έκτακτων (éktakton) έκτακτων (éktakton) έκτακτων (éktakton)
accusative έκτακτο (éktakto) έκτακτη (éktakti) έκτακτο (éktakto) έκτακτους (éktaktous) έκτακτες (éktaktes) έκτακτα (éktakta)
vocative έκτακτε (éktakte) έκτακτη (éktakti) έκτακτο (éktakto) έκτακτοι (éktaktoi) έκτακτες (éktaktes) έκτακτα (éktakta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έκτακτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έκτακτος, etc.)

Derived terms

[edit]