έγκριση

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

(This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈeŋ.ɡɾi.si/
  • Hyphenation: έ‧γκρι‧ση
  • Old Hyphenation: έγ‧κρι‧ση

Noun

[edit]

έγκριση (égkrisif (plural εγκρίσεις)

  1. approval, permission, sanction
    Η ανησυχία για βιαστική έγκριση του εμβολίου αυξάνεται.
    I anisychía gia viastikí égkrisi tou emvolíou afxánetai.
    Concerns about a hasty approval of the vaccine are growing.

Declension

[edit]
singular plural
nominative έγκριση (égkrisi) εγκρίσεις (egkríseis)
genitive έγκρισης (égkrisis) εγκρίσεων (egkríseon)
accusative έγκριση (égkrisi) εγκρίσεις (egkríseis)
vocative έγκριση (égkrisi) εγκρίσεις (egkríseis)

Older or formal genitive singular: εγκρίσεως (egkríseos)

Synonyms

[edit]