Jump to content

έγκαυμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

έγκαυμα (égkavman (plural εγκαύματα)

  1. burn
  2. sunburn

Declension

[edit]
Declension of έγκαυμα
singular plural
nominative έγκαυμα (égkavma) εγκαύματα (egkávmata)
genitive εγκαύματος (egkávmatos) εγκαυμάτων (egkavmáton)
accusative έγκαυμα (égkavma) εγκαύματα (egkávmata)
vocative έγκαυμα (égkavma) εγκαύματα (egkávmata)

Coordinate terms

[edit]