Jump to content

έγκαιρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

έγκαιρος (égkairosm (feminine έγκαιρη, neuter έγκαιρο)

  1. timely, opportune

Declension

[edit]
Declension of έγκαιρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έγκαιρος (égkairos) έγκαιρη (égkairi) έγκαιρο (égkairo) έγκαιροι (égkairoi) έγκαιρες (égkaires) έγκαιρα (égkaira)
genitive έγκαιρου (égkairou) έγκαιρης (égkairis) έγκαιρου (égkairou) έγκαιρων (égkairon) έγκαιρων (égkairon) έγκαιρων (égkairon)
accusative έγκαιρο (égkairo) έγκαιρη (égkairi) έγκαιρο (égkairo) έγκαιρους (égkairous) έγκαιρες (égkaires) έγκαιρα (égkaira)
vocative έγκαιρε (égkaire) έγκαιρη (égkairi) έγκαιρο (égkairo) έγκαιροι (égkairoi) έγκαιρες (égkaires) έγκαιρα (égkaira)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έγκαιρος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έγκαιρος, etc.)