Jump to content

άφτερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άφτερος (áfterosm (feminine άφτερη, neuter άφτερο)

  1. (colloquial) Alternative form of άπτερος (ápteros)

Declension

[edit]
Declension of άφτερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άφτερος (áfteros) άφτερη (áfteri) άφτερο (áftero) άφτεροι (áfteroi) άφτερες (áfteres) άφτερα (áftera)
genitive άφτερου (áfterou) άφτερης (áfteris) άφτερου (áfterou) άφτερων (áfteron) άφτερων (áfteron) άφτερων (áfteron)
accusative άφτερο (áftero) άφτερη (áfteri) άφτερο (áftero) άφτερους (áfterous) άφτερες (áfteres) άφτερα (áftera)
vocative άφτερε (áftere) άφτερη (áfteri) άφτερο (áftero) άφτεροι (áfteroi) άφτερες (áfteres) άφτερα (áftera)

Notes: Compare to the declension of the formal άπτερος.