Jump to content

άυπνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άυπνος (áypnosm (feminine άυπνη, neuter άυπνο)

  1. sleepless, wakeful

Declension

[edit]
Declension of άυπνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άυπνος (áypnos) άυπνη (áypni) άυπνο (áypno) άυπνοι (áypnoi) άυπνες (áypnes) άυπνα (áypna)
genitive άυπνου (áypnou) άυπνης (áypnis) άυπνου (áypnou) άυπνων (áypnon) άυπνων (áypnon) άυπνων (áypnon)
accusative άυπνο (áypno) άυπνη (áypni) άυπνο (áypno) άυπνους (áypnous) άυπνες (áypnes) άυπνα (áypna)
vocative άυπνε (áypne) άυπνη (áypni) άυπνο (áypno) άυπνοι (áypnoi) άυπνες (áypnes) άυπνα (áypna)
[edit]

Further reading

[edit]