Jump to content

άτυχος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άτυχος (átychosm (feminine άτυχη, neuter άτυχο)

  1. unlucky, unfortunate, ill-fated
    Synonym: ατυχής (atychís)

Declension

[edit]
Declension of άτυχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άτυχος (átychos) άτυχη (átychi) άτυχο (átycho) άτυχοι (átychoi) άτυχες (átyches) άτυχα (átycha)
genitive άτυχου (átychou) άτυχης (átychis) άτυχου (átychou) άτυχων (átychon) άτυχων (átychon) άτυχων (átychon)
accusative άτυχο (átycho) άτυχη (átychi) άτυχο (átycho) άτυχους (átychous) άτυχες (átyches) άτυχα (átycha)
vocative άτυχε (átyche) άτυχη (átychi) άτυχο (átycho) άτυχοι (átychoi) άτυχες (átyches) άτυχα (átycha)
[edit]

Further reading

[edit]