άτοπος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἄτοπος (átopos)
Adjective
[edit]άτοπος • (átopos) m (feminine άτοπος or άτοπη, neuter άτοπο)
Declension
[edit]Declension of άτοπος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άτοπος • | άτοπος • / άτοπη • | άτοπο • | άτοποι • | άτοποι • / άτοπες • | άτοπα • |
genitive | ατόπου • / άτοπου • | ατόπου • / άτοπης • | ατόπου • / άτοπου • | ατόπων • / άτοπων • | ατόπων • / άτοπων • | ατόπων • / άτοπων • |
accusative | άτοπο • | άτοπο • / άτοπη • | άτοπο • | ατόπους • / άτοπους • | ατόπους • / άτοπες • | άτοπα • |
vocative | άτοπε • | άτοπε • / άτοπη • | άτοπο • | άτοποι • | άτοποι • / άτοπες • | άτοπα • |
Related terms
[edit]- ατόπημα n (atópima, “blunder”)
Further reading
[edit]- “άτοπος”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language