Jump to content

άτοπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄτοπος (átopos)

Adjective

[edit]

άτοπος (átoposm (feminine άτοπος or άτοπη, neuter άτοπο)

  1. absurd, inept

Declension

[edit]
Declension of άτοπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άτοπος (átopos) άτοπος (átopos)
άτοπη (átopi)
άτοπο (átopo) άτοποι (átopoi) άτοποι (átopoi)
άτοπες (átopes)
άτοπα (átopa)
genitive ατόπου (atópou)
άτοπου (átopou)
ατόπου (atópou)
άτοπης (átopis)
ατόπου (atópou)
άτοπου (átopou)
ατόπων (atópon)
άτοπων (átopon)
ατόπων (atópon)
άτοπων (átopon)
ατόπων (atópon)
άτοπων (átopon)
accusative άτοπο (átopo) άτοπο (átopo)
άτοπη (átopi)
άτοπο (átopo) ατόπους (atópous)
άτοπους (átopous)
ατόπους (atópous)
άτοπες (átopes)
άτοπα (átopa)
vocative άτοπε (átope) άτοπε (átope)
άτοπη (átopi)
άτοπο (átopo) άτοποι (átopoi) άτοποι (átopoi)
άτοπες (átopes)
άτοπα (átopa)
[edit]

Further reading

[edit]