Jump to content

άστρινος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άστρινος (ástrinosm (feminine άστρινη, neuter άστρινο)

  1. (astronomy) of the stars or star material, starry
    Synonym: αστέρινος (astérinos)

Declension

[edit]
Declension of άστρινος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άστρινος (ástrinos) άστρινη (ástrini) άστρινο (ástrino) άστρινοι (ástrinoi) άστρινες (ástrines) άστρινα (ástrina)
genitive άστρινου (ástrinou) άστρινης (ástrinis) άστρινου (ástrinou) άστρινων (ástrinon) άστρινων (ástrinon) άστρινων (ástrinon)
accusative άστρινο (ástrino) άστρινη (ástrini) άστρινο (ástrino) άστρινους (ástrinous) άστρινες (ástrines) άστρινα (ástrina)
vocative άστρινε (ástrine) άστρινη (ástrini) άστρινο (ástrino) άστρινοι (ástrinoi) άστρινες (ástrines) άστρινα (ástrina)
[edit]